- εννεασύλλαβος
- -η, -ο (Α ἐννεασύλλαβος, -ον)1. αυτός που αποτελείται από εννέα συλλαβές2. το αρσ. ως ουσ. ο εννεασύλλαβοςστίχος που αποτελείται από εννέα συλλαβέςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννεασύλλαβον (ενν. μέτρον)το σαπφικό μέτρο (δίμετρο υπερκατάληκτο).
Dictionary of Greek. 2013.